Διαταραχές ύπνου |
Αϋπνία
Σαν αϋπνία χαρακτηρίζεται η δυσκολία στην επέλευση και στη διατήρηση του ύπνου. Αϋπνία παρουσιάζει σε κάποια φάση της ζωής του το 1/3 του γενικού πληθυσμού και στο 12-15% είναι μόνιμη κατάσταση. Είναι συχνότερη στις γυναίκες και εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα πέριξ των 60 ετών. Η πρωτοπαθής αϋπνία μπορεί να είναι είτε ιδιοπαθής είτε ψυχολογική. Η πρώτη συνήθως υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Ξεκινά από τη νηπιακή ή παιδική ηλικία, συνεχίζεται χωρίς υφέσεις και συχνά υπάρχει οικογενειακό ιστορικό. Η δεύτερη συνήθως ξεκινά ως δευτεροπαθής λόγω κάποιας άλλης αιτίας και σταδιακά μεταπίπτει σε χρόνια κατάσταση όπου ο ασθενής βρίσκεται σε φαύλο κύκλο με την έλλειψη του ύπνου να του προκαλεί άγχος και το άγχος με τη σειρά του να επιδεινώνει την αϋπνία. Η χρόνια αϋπνία θεωρείται σύμπτωμα κάποιας άλλης παθολογικής κατάστασης και λιγότερο πάθηση αυτή καθ' αυτή και η πρόγνωση εξαρτάται από την υποκείμενη αιτία. Συνήθως συνοδεύει διαταραχές άγχους και κατάθλιψη, νοητικές διαταραχές, ή κατάχρηση ουσιών ή αλκοόλ. Η θεραπεία εξαρτάται από τη διάρκεια του συμπτώματος και την υποκείμενη αιτία. Η οξεία αϋπνία έχει διάρκεια από 1 ημέρα έως 3 εβδομάδες. Σχετίζεται με μη οικείο περιβάλλον ύπνου, περιστασιακό στρες, οξεία παθολογική νόσο ή πόνο, αλλαγή βάρδιας στην εργασία, κατάχρηση καφεΐνης ή αλκοόλ. Αν η αϋπνία περιορίζεται σε 1-2 ημέρες δεν χρειάζεται αντιμετώπιση, εκτός από την ανακούφιση από τα συμπτώματα της υποκείμενης αιτίας. Για μεγαλύτερης διάρκειας αϋπνία χορηγούμε μια από τις παρακάτω ουσίες στη μικρότερη δυνατή δόση, για το μικρότερο δυνατό διάστημα:
Οι βενζοδιαζεπίνες πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς με ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ και ουσιών και σε ασθενείς με αποφρακτική άπνοια ύπνου να αποφεύγονται ουσίες με μυοχαλαρωτικές ιδιότητες.
Τα αντικαταθλιπτικά με υπναγωγική δράση χρησιμοποιούνται κυρίως σε αϋπνία που συνυπάρχει με διαταραχές του συναισθήματος. Μειώνουν τον χρόνο επέλευσης και σταθεροποιούν την αρχιτεκτονική του ύπνου. Επίσης μειώνουν τη συχνότητα των ανεπιθύμητων αφυπνίσεων. Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα αντικαταθλιπτικά για την αϋπνία είναι η μιρταζαπίνη (15-30mg), η τραζοδόνη (75-150mg) και η αμιτριπτυλίνη (10-25mg). Η μελατονίνη εκκρίνεται από την υπόφυση και ρυθμίζει τον 24ωρο ημερήσιο (κιρκάδιο) κύκλο ύπνου-εγρήγορσης στον άνθρωπο. Στους ηλικιωμένους τα επίπεδα της μελατονίνης είναι χαμηλά, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι ώρες του ύπνου και να διαταράσσεται η αρχιτεκτονική του. Η χορήγηση μελατονίνης (2-4mg) προ του ύπνου για 2-3 μήνες, βοηθά στην αποκατάσταση του ύπνου σε άτομα άνω των 55 ετών. Η αγομελατίνη είναι μελατονινενεργικός αγωνιστής και σεροτονινενεργικός ανταγωνιστής με αντικαταθλιπτικές, αγχολυτικές και υπνωτικές ιδιότητες. Ενδείκνυται για την θεραπεία της αϋπνίας (25-50mg προ ύπνου) όταν συνυπάρχει κατάθλιψη. Άλλος αγωνιστής υποδοχέων μελατονίνης με υπνωτική δράση (μη διαθέσιμος ακόμη στην Ελλάδα) είναι η Ramelteon (8mg προ ύπνου). Σε ασθενείς με αϋπνία και χρόνιο πόνο ή σ. ανήσυχων άκρων χρήσιμη είναι η χορήγηση γκαμπαπεντίνης (300-600mg) ή πρεγκαμπαλίνης (50-100mg) προ ύπνου. Στους ασθενείς με αϋπνία και άνοια, διπολική διαταραχή ή ψυχωσικές διαταραχές ενδείκνυται η χορήγηση κουετιαπίνης (25-200mg) προ ύπνου. Η αντιμετώπιση της αϋπνίας πέραν της φαρμακοθεραπείας χρειάζεται και άλλους χειρισμούς όπως:
|